μελανο- (melano-, “black”) + κύτταρο (kýttaro, “cell”)
μελανοκύτταρο • (melanokýttaro) n
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελανοκύτταρο (melanokýttaro) | μελανοκύτταρα (melanokýttara) |
genitive | μελανοκυττάρου (melanokyttárou) μελανοκύτταρου (melanokýttarou) |
μελανοκυττάρων (melanokyttáron) |
accusative | μελανοκύτταρο (melanokýttaro) | μελανοκύτταρα (melanokýttara) |
vocative | μελανοκύτταρο (melanokýttaro) | μελανοκύτταρα (melanokýttara) |