10 Results found for "μελιτζάνα".

μελιτζάνα

(bāḏinjān, “aubergine”). Doublet of βαζάνι (vazáni). IPA(key): /meliˈd͡zana/ μελιτζάνα • (melitzána) f (plural μελιτζάνες) (vegetable) aubergine (UK), eggplant...


μελιτζάνες

μελιτζάνες • (melitzánes) f nominative plural of μελιτζάνα (melitzána) accusative plural of μελιτζάνα (melitzána) vocative plural of μελιτζάνα (melitzána)...


μελιτζανοσαλάτα

μελιτζάνα (melitzána, “aubergine”) +‎ σαλάτα (saláta, “salad”) μελιτζανοσαλάτα • (melitzanosaláta) f (plural μελιτζανοσαλάτες) aubergine purée see: μελιτζάνα f...


melanzana

petonciano → Byzantine Greek: μελιτζάνα (melitzána) Greek: μελιτζάνα (melitzána) → Austrian German: Melanzani → Greek: μελιτζάνα (melitzána) → Macedonian:...


μελιτζάνας

μελιτζάνας • (melitzánas) f genitive singular of μελιτζάνα (melitzána)...


μελιτζανών

μελιτζανών • (melitzanón) f genitive plural of μελιτζάνα (melitzána)...


milinzana

Medieval Latin melongena; cf. Italian melanzana, Sicilian mulinciana, Greek μελιτζάνα (melitzána). Ultimately from Arabic باذنجان, from Persian بادنجان. milinzana f...


melongene

mélongène, from Medieval Latin melongena, Italian melanzana, from Greek μελιτζάνα (melitzána), from Arabic اَلْبَاذِنْجَان (al-bāḏinjān, “eggplant”), from...


milinciana

باذنجان, from Persian بادنجان. Cognate with Italian melanzana, Greek μελιτζάνα (melitzána). IPA(key): /milinˈt͡ʃana/ Hyphenation: mi‧lin‧cià‧na milinciana f...


μελιτζανής

μελιτζανί) aubergine (UK), eggplant (US) (color/colour) μελιτζανής:   see: μελιτζάνα f (melitzána, “aubergine, eggplant”) μελιτζανής, in Λεξικό της κοινής...