μελιτζάνα (melitzána, “aubergine”) + σαλάτα (saláta, “salad”)
μελιτζανοσαλάτα • (melitzanosaláta) f (plural μελιτζανοσαλάτες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μελιτζανοσαλάτα (melitzanosaláta) | μελιτζανοσαλάτες (melitzanosalátes) |
genitive | μελιτζανοσαλάτας (melitzanosalátas) | μελιτζανοσαλατών (melitzanosalatón) |
accusative | μελιτζανοσαλάτα (melitzanosaláta) | μελιτζανοσαλάτες (melitzanosalátes) |
vocative | μελιτζανοσαλάτα (melitzanosaláta) | μελιτζανοσαλάτες (melitzanosalátes) |