μεσημβρῐ́ᾱ • (mesēmbríā) f (genitive μεσημβρῐ́ᾱς); first declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ μεσημβρῐ́ᾱ hē mesēmbríā |
τὼ μεσημβρῐ́ᾱ tṑ mesēmbríā |
αἱ μεσημβρῐ́αι hai mesēmbríai | ||||||||||
Genitive | τῆς μεσημβρῐ́ᾱς tês mesēmbríās |
τοῖν μεσημβρῐ́αιν toîn mesēmbríain |
τῶν μεσημβρῐῶν tôn mesēmbriôn | ||||||||||
Dative | τῇ μεσημβρῐ́ᾳ têi mesēmbríāi |
τοῖν μεσημβρῐ́αιν toîn mesēmbríain |
ταῖς μεσημβρῐ́αις taîs mesēmbríais | ||||||||||
Accusative | τὴν μεσημβρῐ́ᾱν tḕn mesēmbríān |
τὼ μεσημβρῐ́ᾱ tṑ mesēmbríā |
τᾱ̀ς μεσημβρῐ́ᾱς tā̀s mesēmbríās | ||||||||||
Vocative | μεσημβρῐ́ᾱ mesēmbríā |
μεσημβρῐ́ᾱ mesēmbríā |
μεσημβρῐ́αι mesēmbríai | ||||||||||
Notes: |
|
Learned borrowing from Ancient Greek μεσημβρία (mesēmbría).
μεσημβρία • (mesimvría) f (plural μεσημβρίες)
Katharevousa and Ancient accusative singular: μεσημβρίαν (mesimvrían).
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσημβρία (mesimvría) | μεσημβρίες (mesimvríes) |
genitive | μεσημβρίας (mesimvrías) | μεσημβριών (mesimvrión) |
accusative | μεσημβρία (mesimvría) | μεσημβρίες (mesimvríes) |
vocative | μεσημβρία (mesimvría) | μεσημβρίες (mesimvríes) |