μεσημεριανός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεσημεριανός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεσημεριανός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεσημεριανός in singular and plural. Everything you need to know about the word μεσημεριανός you have here. The definition of the word μεσημεριανός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεσημεριανός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From μεσημέρι (mesiméri, midday).

Adjective

μεσημεριανός (mesimerianósm (feminine μεσημεριανή, neuter μεσημεριανό)

  1. midday, related to noon

Declension

Declension of μεσημεριανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσημεριανός (mesimerianós) μεσημεριανή (mesimerianí) μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανοί (mesimerianoí) μεσημεριανές (mesimerianés) μεσημεριανά (mesimerianá)
genitive μεσημεριανού (mesimerianoú) μεσημεριανής (mesimerianís) μεσημεριανού (mesimerianoú) μεσημεριανών (mesimerianón) μεσημεριανών (mesimerianón) μεσημεριανών (mesimerianón)
accusative μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανή (mesimerianí) μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανούς (mesimerianoús) μεσημεριανές (mesimerianés) μεσημεριανά (mesimerianá)
vocative μεσημεριανέ (mesimeriané) μεσημεριανή (mesimerianí) μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανοί (mesimerianoí) μεσημεριανές (mesimerianés) μεσημεριανά (mesimerianá)

Synonyms