μεσοζωικός • (mesozoïkós) m (feminine μεσοζωική, neuter μεσοζωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεσοζωικός (mesozoïkós) | μεσοζωική (mesozoïkí) | μεσοζωικό (mesozoïkó) | μεσοζωικοί (mesozoïkoí) | μεσοζωικές (mesozoïkés) | μεσοζωικά (mesozoïká) | |
genitive | μεσοζωικού (mesozoïkoú) | μεσοζωικής (mesozoïkís) | μεσοζωικού (mesozoïkoú) | μεσοζωικών (mesozoïkón) | μεσοζωικών (mesozoïkón) | μεσοζωικών (mesozoïkón) | |
accusative | μεσοζωικό (mesozoïkó) | μεσοζωική (mesozoïkí) | μεσοζωικό (mesozoïkó) | μεσοζωικούς (mesozoïkoús) | μεσοζωικές (mesozoïkés) | μεσοζωικά (mesozoïká) | |
vocative | μεσοζωικέ (mesozoïké) | μεσοζωική (mesozoïkí) | μεσοζωικό (mesozoïkó) | μεσοζωικοί (mesozoïkoí) | μεσοζωικές (mesozoïkés) | μεσοζωικά (mesozoïká) |