μεσοπροτεροζωικός • (mesoproterozoïkós) m (feminine μεσοπροτεροζωική, neuter μεσοπροτεροζωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεσοπροτεροζωικός (mesoproterozoïkós) | μεσοπροτεροζωική (mesoproterozoïkí) | μεσοπροτεροζωικό (mesoproterozoïkó) | μεσοπροτεροζωικοί (mesoproterozoïkoí) | μεσοπροτεροζωικές (mesoproterozoïkés) | μεσοπροτεροζωικά (mesoproterozoïká) | |
genitive | μεσοπροτεροζωικού (mesoproterozoïkoú) | μεσοπροτεροζωικής (mesoproterozoïkís) | μεσοπροτεροζωικού (mesoproterozoïkoú) | μεσοπροτεροζωικών (mesoproterozoïkón) | μεσοπροτεροζωικών (mesoproterozoïkón) | μεσοπροτεροζωικών (mesoproterozoïkón) | |
accusative | μεσοπροτεροζωικό (mesoproterozoïkó) | μεσοπροτεροζωική (mesoproterozoïkí) | μεσοπροτεροζωικό (mesoproterozoïkó) | μεσοπροτεροζωικούς (mesoproterozoïkoús) | μεσοπροτεροζωικές (mesoproterozoïkés) | μεσοπροτεροζωικά (mesoproterozoïká) | |
vocative | μεσοπροτεροζωικέ (mesoproterozoïké) | μεσοπροτεροζωική (mesoproterozoïkí) | μεσοπροτεροζωικό (mesoproterozoïkó) | μεσοπροτεροζωικοί (mesoproterozoïkoí) | μεσοπροτεροζωικές (mesoproterozoïkés) | μεσοπροτεροζωικά (mesoproterozoïká) |