Learnedly from μεσο- (meso-) + φωνηεντικός (fonientikós), a calque of French intervocalique.[1]
μεσοφωνηεντικός • (mesofonientikós) m (feminine μεσοφωνηεντική, neuter μεσοφωνηεντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεσοφωνηεντικός (mesofonientikós) | μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) | μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) | μεσοφωνηεντικοί (mesofonientikoí) | μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) | μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká) | |
genitive | μεσοφωνηεντικού (mesofonientikoú) | μεσοφωνηεντικής (mesofonientikís) | μεσοφωνηεντικού (mesofonientikoú) | μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón) | μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón) | μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón) | |
accusative | μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) | μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) | μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) | μεσοφωνηεντικούς (mesofonientikoús) | μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) | μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká) | |
vocative | μεσοφωνηεντικέ (mesofonientiké) | μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) | μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) | μεσοφωνηεντικοί (mesofonientikoí) | μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) | μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká) |