μεταβαλλόμενος • (metavallómenos) m (feminine μεταβαλλόμενη, neuter μεταβαλλόμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταβαλλόμενος (metavallómenos) | μεταβαλλόμενη (metavallómeni) | μεταβαλλόμενο (metavallómeno) | μεταβαλλόμενοι (metavallómenoi) | μεταβαλλόμενες (metavallómenes) | μεταβαλλόμενα (metavallómena) | |
genitive | μεταβαλλόμενου (metavallómenou) | μεταβαλλόμενης (metavallómenis) | μεταβαλλόμενου (metavallómenou) | μεταβαλλόμενων (metavallómenon) | μεταβαλλόμενων (metavallómenon) | μεταβαλλόμενων (metavallómenon) | |
accusative | μεταβαλλόμενο (metavallómeno) | μεταβαλλόμενη (metavallómeni) | μεταβαλλόμενο (metavallómeno) | μεταβαλλόμενους (metavallómenous) | μεταβαλλόμενες (metavallómenes) | μεταβαλλόμενα (metavallómena) | |
vocative | μεταβαλλόμενε (metavallómene) | μεταβαλλόμενη (metavallómeni) | μεταβαλλόμενο (metavallómeno) | μεταβαλλόμενοι (metavallómenoi) | μεταβαλλόμενες (metavallómenes) | μεταβαλλόμενα (metavallómena) |