μεταβατικός • (metavatikós) m (feminine μεταβατική, neuter μεταβατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταβατικός (metavatikós) | μεταβατική (metavatikí) | μεταβατικό (metavatikó) | μεταβατικοί (metavatikoí) | μεταβατικές (metavatikés) | μεταβατικά (metavatiká) | |
genitive | μεταβατικού (metavatikoú) | μεταβατικής (metavatikís) | μεταβατικού (metavatikoú) | μεταβατικών (metavatikón) | μεταβατικών (metavatikón) | μεταβατικών (metavatikón) | |
accusative | μεταβατικό (metavatikó) | μεταβατική (metavatikí) | μεταβατικό (metavatikó) | μεταβατικούς (metavatikoús) | μεταβατικές (metavatikés) | μεταβατικά (metavatiká) | |
vocative | μεταβατικέ (metavatiké) | μεταβατική (metavatikí) | μεταβατικό (metavatikó) | μεταβατικοί (metavatikoí) | μεταβατικές (metavatikés) | μεταβατικά (metavatiká) |