Hello, you have come here looking for the meaning of the word
μεταφράζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
μεταφράζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
μεταφράζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
μεταφράζω you have here. The definition of the word
μεταφράζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
μεταφράζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
μετα- (meta-) + φράζω (frázo).
Pronunciation
- IPA(key): /me.taˈfɾa.zo/
- Hyphenation: με‧τα‧φρά‧ζω
Verb
μεταφράζω • (metafrázo) (past μετέφρασα/μετάφρασα, passive μεταφράζομαι, p‑past μεταφράστηκα, ppp μεταφρασμένος)
- to translate
Conjugation
μεταφράζω μεταφράζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
μεταφράζω
|
μεταφράσω
|
μεταφράζομαι
|
μεταφραστώ, μεταφρασθώ2
|
2 sg
|
μεταφράζεις
|
μεταφράσεις
|
μεταφράζεσαι
|
μεταφραστείς, μεταφρασθείς
|
3 sg
|
μεταφράζει
|
μεταφράσει
|
μεταφράζεται
|
μεταφραστεί, μεταφρασθεί
|
|
1 pl
|
μεταφράζουμε, [‑ομε]
|
μεταφράσουμε, [‑ομε]
|
μεταφραζόμαστε
|
μεταφραστούμε, μεταφρασθούμε
|
2 pl
|
μεταφράζετε
|
μεταφράσετε
|
μεταφράζεστε, μεταφραζόσαστε
|
μεταφραστείτε, μεταφρασθείτε
|
3 pl
|
μεταφράζουν(ε)
|
μεταφράσουν(ε)
|
μεταφράζονται
|
μεταφραστούν(ε), μεταφρασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
μετέφραζα, μετάφραζα1
|
μετέφρασα, μετάφρασα1
|
μεταφραζόμουν(α)
|
μεταφράστηκα, μεταφράσθηκα2
|
2 sg
|
μετέφραζες, μετάφραζες
|
μετέφρασες, μετάφρασες
|
μεταφραζόσουν(α)
|
μεταφράστηκες, μεταφράσθηκες
|
3 sg
|
μετέφραζε, μετάφραζε
|
μετέφρασε, μετάφρασε
|
μεταφραζόταν(ε)
|
μεταφράστηκε, μεταφράσθηκε
|
|
1 pl
|
μεταφράζαμε
|
μεταφράσαμε
|
μεταφραζόμασταν, (‑όμαστε)
|
μεταφραστήκαμε, μεταφρασθήκαμε
|
2 pl
|
μεταφράζατε
|
μεταφράσατε
|
μεταφραζόσασταν, (‑όσαστε)
|
μεταφραστήκατε, μεταφρασθήκατε
|
3 pl
|
μετέφραζαν, μεταφράζαν(ε), μετάφραζαν
|
μετέφρασαν, μεταφράσαν(ε), μετάφρασαν
|
μεταφράζονταν, (μεταφραζόντουσαν)
|
μεταφράστηκαν, μεταφραστήκαν(ε), μεταφράσθηκαν, μεταφρασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα μεταφράζω ➤
|
θα μεταφράσω ➤
|
θα μεταφράζομαι ➤
|
θα μεταφραστώ / μεταφρασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα μεταφράζεις, …
|
θα μεταφράσεις, …
|
θα μεταφράζεσαι, …
|
θα μεταφραστείς / μεταφρασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφράσει έχω, έχεις, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί είμαι, είσαι, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … μεταφράσει είχα, είχες, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί ήμουν, ήσουν, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφράσει θα έχω, θα έχεις, … μεταφρασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταφραστεί / μεταφρασθεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
μετάφραζε
|
μετάφρασε
|
—
|
μεταφράσου
|
2 pl
|
μεταφράζετε
|
μεταφράστε
|
μεταφράζεστε
|
μεταφραστείτε, μεταφρασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
μεταφράζοντας ➤
|
μεταφραζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας μεταφράσει ➤
|
μεταφρασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
μεταφράσει
|
μεταφραστεί, μεταφρασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Active forms without the internal augment (μετα-) are colloquial but less frequent. 2. Passive forms with -σθ- are formal and less frequent. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Coordinate terms