μεταχειρισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεταχειρισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεταχειρισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεταχειρισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word μεταχειρισμένος you have here. The definition of the word μεταχειρισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεταχειρισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μεταχειρισμένος (metacheirisménosm (feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)

  1. used, second hand

Declension

Declension of μεταχειρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταχειρισμένος (metacheirisménos) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)
genitive μεταχειρισμένου (metacheirisménou) μεταχειρισμένης (metacheirisménis) μεταχειρισμένου (metacheirisménou) μεταχειρισμένων (metacheirisménon) μεταχειρισμένων (metacheirisménon) μεταχειρισμένων (metacheirisménon)
accusative μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένους (metacheirisménous) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)
vocative μεταχειρισμένε (metacheirisméne) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)