Learned borrowing from French météorologique. By surface analysis, μετεωρολογ(ία) (meteorolog(ía)) + -ικός (-ikós). Compare Koine Greek μετεωρολογικός (meteōrologikós, “skilled in meteorology”).[1]
μετεωρολογικός • (meteorologikós) m (feminine μετεωρολογική, neuter μετεωρολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μετεωρολογικός (meteorologikós) | μετεωρολογική (meteorologikí) | μετεωρολογικό (meteorologikó) | μετεωρολογικοί (meteorologikoí) | μετεωρολογικές (meteorologikés) | μετεωρολογικά (meteorologiká) | |
genitive | μετεωρολογικού (meteorologikoú) | μετεωρολογικής (meteorologikís) | μετεωρολογικού (meteorologikoú) | μετεωρολογικών (meteorologikón) | μετεωρολογικών (meteorologikón) | μετεωρολογικών (meteorologikón) | |
accusative | μετεωρολογικό (meteorologikó) | μετεωρολογική (meteorologikí) | μετεωρολογικό (meteorologikó) | μετεωρολογικούς (meteorologikoús) | μετεωρολογικές (meteorologikés) | μετεωρολογικά (meteorologiká) | |
vocative | μετεωρολογικέ (meteorologiké) | μετεωρολογική (meteorologikí) | μετεωρολογικό (meteorologikó) | μετεωρολογικοί (meteorologikoí) | μετεωρολογικές (meteorologikés) | μετεωρολογικά (meteorologiká) |