μητρικός • (mitrikós) m (feminine μητρική, neuter μητρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μητρικός (mitrikós) | μητρική (mitrikí) | μητρικό (mitrikó) | μητρικοί (mitrikoí) | μητρικές (mitrikés) | μητρικά (mitriká) | |
genitive | μητρικού (mitrikoú) | μητρικής (mitrikís) | μητρικού (mitrikoú) | μητρικών (mitrikón) | μητρικών (mitrikón) | μητρικών (mitrikón) | |
accusative | μητρικό (mitrikó) | μητρική (mitrikí) | μητρικό (mitrikó) | μητρικούς (mitrikoús) | μητρικές (mitrikés) | μητρικά (mitriká) | |
vocative | μητρικέ (mitriké) | μητρική (mitrikí) | μητρικό (mitrikó) | μητρικοί (mitrikoí) | μητρικές (mitrikés) | μητρικά (mitriká) |