μικρογραμμάριο • (mikrogrammário) n (plural μικρογραμμάρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |
genitive | μικρογραμμαρίου (mikrogrammaríou) μικρογραμμάριου (mikrogrammáriou) |
μικρογραμμαρίων (mikrogrammaríon) |
accusative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |
vocative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |