Learned borrowing from French microéconomique. By surface analysis, μικροοικονομ(ία) (mikrooikonom(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
μικροοικονομικός • (mikrooikonomikós) m (feminine μικροοικονομική, neuter μικροοικονομικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μικροοικονομικός (mikrooikonomikós) | μικροοικονομική (mikrooikonomikí) | μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) | μικροοικονομικοί (mikrooikonomikoí) | μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) | μικροοικονομικά (mikrooikonomiká) | |
genitive | μικροοικονομικού (mikrooikonomikoú) | μικροοικονομικής (mikrooikonomikís) | μικροοικονομικού (mikrooikonomikoú) | μικροοικονομικών (mikrooikonomikón) | μικροοικονομικών (mikrooikonomikón) | μικροοικονομικών (mikrooikonomikón) | |
accusative | μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) | μικροοικονομική (mikrooikonomikí) | μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) | μικροοικονομικούς (mikrooikonomikoús) | μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) | μικροοικονομικά (mikrooikonomiká) | |
vocative | μικροοικονομικέ (mikrooikonomiké) | μικροοικονομική (mikrooikonomikí) | μικροοικονομικό (mikrooikonomikó) | μικροοικονομικοί (mikrooikonomikoí) | μικροοικονομικές (mikrooikonomikés) | μικροοικονομικά (mikrooikonomiká) |