μολδαβικός • (moldavikós) m (feminine μολδαβική, neuter μολδαβικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μολδαβικός • | μολδαβική • | μολδαβικό • | μολδαβικοί • | μολδαβικές • | μολδαβικά • |
genitive | μολδαβικού • | μολδαβικής • | μολδαβικού • | μολδαβικών • | μολδαβικών • | μολδαβικών • |
accusative | μολδαβικό • | μολδαβική • | μολδαβικό • | μολδαβικούς • | μολδαβικές • | μολδαβικά • |
vocative | μολδαβικέ • | μολδαβική • | μολδαβικό • | μολδαβικοί • | μολδαβικές • | μολδαβικά • |