μονός (monós) + ημέρα (iméra) + -ος (-os)
μονοήμερος • (monoḯmeros) m (feminine μονοήμερη, neuter μονοήμερο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μονοήμερος (monoḯmeros) | μονοήμερη (monoḯmeri) | μονοήμερο (monoḯmero) | μονοήμεροι (monoḯmeroi) | μονοήμερες (monoḯmeres) | μονοήμερα (monoḯmera) | |
genitive | μονοήμερου (monoḯmerou) | μονοήμερης (monoḯmeris) | μονοήμερου (monoḯmerou) | μονοήμερων (monoḯmeron) | μονοήμερων (monoḯmeron) | μονοήμερων (monoḯmeron) | |
accusative | μονοήμερο (monoḯmero) | μονοήμερη (monoḯmeri) | μονοήμερο (monoḯmero) | μονοήμερους (monoḯmerous) | μονοήμερες (monoḯmeres) | μονοήμερα (monoḯmera) | |
vocative | μονοήμερε (monoḯmere) | μονοήμερη (monoḯmeri) | μονοήμερο (monoḯmero) | μονοήμεροι (monoḯmeroi) | μονοήμερες (monoḯmeres) | μονοήμερα (monoḯmera) |