μονολεκτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μονολεκτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μονολεκτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μονολεκτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word μονολεκτικός you have here. The definition of the word μονολεκτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμονολεκτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μονολεκτικός (monolektikósm (feminine μονολεκτική, neuter μονολεκτικό)

  1. (grammar) single-word, one-word, monolectic

Declension

Declension of μονολεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονολεκτικός (monolektikós) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικοί (monolektikoí) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)
genitive μονολεκτικού (monolektikoú) μονολεκτικής (monolektikís) μονολεκτικού (monolektikoú) μονολεκτικών (monolektikón) μονολεκτικών (monolektikón) μονολεκτικών (monolektikón)
accusative μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικούς (monolektikoús) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)
vocative μονολεκτικέ (monolektiké) μονολεκτική (monolektikí) μονολεκτικό (monolektikó) μονολεκτικοί (monolektikoí) μονολεκτικές (monolektikés) μονολεκτικά (monolektiká)

See also