μονολεκτικός • (monolektikós) m (feminine μονολεκτική, neuter μονολεκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μονολεκτικός (monolektikós) | μονολεκτική (monolektikí) | μονολεκτικό (monolektikó) | μονολεκτικοί (monolektikoí) | μονολεκτικές (monolektikés) | μονολεκτικά (monolektiká) | |
genitive | μονολεκτικού (monolektikoú) | μονολεκτικής (monolektikís) | μονολεκτικού (monolektikoú) | μονολεκτικών (monolektikón) | μονολεκτικών (monolektikón) | μονολεκτικών (monolektikón) | |
accusative | μονολεκτικό (monolektikó) | μονολεκτική (monolektikí) | μονολεκτικό (monolektikó) | μονολεκτικούς (monolektikoús) | μονολεκτικές (monolektikés) | μονολεκτικά (monolektiká) | |
vocative | μονολεκτικέ (monolektiké) | μονολεκτική (monolektikí) | μονολεκτικό (monolektikó) | μονολεκτικοί (monolektikoí) | μονολεκτικές (monolektikés) | μονολεκτικά (monolektiká) |