μονοούσιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μονοούσιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μονοούσιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μονοούσιος in singular and plural. Everything you need to know about the word μονοούσιος you have here. The definition of the word μονοούσιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμονοούσιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μονοούσιος (monooúsiosm (feminine μονοούσια or μονοούσιος, neuter μονοούσιο)

  1. (theology) monoousian

Usage notes

  • Feminine form -ος if formal, used often for this formal, old verb

Declension

Declension of μονοούσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μονοούσιος (monooúsios) μονοούσιος (monooúsios)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιοι (monooúsioi)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)
genitive μονοούσιου (monooúsiou) μονοούσιου (monooúsiou)
μονοούσιας (monooúsias)
μονοούσιου (monooúsiou) μονοούσιων (monooúsion) μονοούσιων (monooúsion) μονοούσιων (monooúsion)
accusative μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιο (monooúsio)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιους (monooúsious) μονοούσιους (monooúsious)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)
vocative μονοούσιε (monooúsie) μονοούσιε (monooúsie)
μονοούσια (monooúsia)
μονοούσιο (monooúsio) μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιοι (monooúsioi)
μονοούσιες (monooúsies)
μονοούσια (monooúsia)

See also