μονοούσιος • (monooúsios) m (feminine μονοούσια or μονοούσιος, neuter μονοούσιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μονοούσιος (monooúsios) | μονοούσιος (monooúsios) μονοούσια (monooúsia) |
μονοούσιο (monooúsio) | μονοούσιοι (monooúsioi) | μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιες (monooúsies) |
μονοούσια (monooúsia) | |
genitive | μονοούσιου (monooúsiou) | μονοούσιου (monooúsiou) μονοούσιας (monooúsias) |
μονοούσιου (monooúsiou) | μονοούσιων (monooúsion) | μονοούσιων (monooúsion) | μονοούσιων (monooúsion) | |
accusative | μονοούσιο (monooúsio) | μονοούσιο (monooúsio) μονοούσια (monooúsia) |
μονοούσιο (monooúsio) | μονοούσιους (monooúsious) | μονοούσιους (monooúsious) μονοούσιες (monooúsies) |
μονοούσια (monooúsia) | |
vocative | μονοούσιε (monooúsie) | μονοούσιε (monooúsie) μονοούσια (monooúsia) |
μονοούσιο (monooúsio) | μονοούσιοι (monooúsioi) | μονοούσιοι (monooúsioi) μονοούσιες (monooúsies) |
μονοούσια (monooúsia) |