From μπανάνα (banána, “banana”) + φλούδα (floúda, “peel”).
μπανανόφλουδα • (bananóflouda) f
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπανανόφλουδα (bananóflouda) | μπανανόφλουδες (bananófloudes) |
genitive | μπανανόφλουδας (bananófloudas) | μπανανόφλουδων (bananófloudon) |
accusative | μπανανόφλουδα (bananóflouda) | μπανανόφλουδες (bananófloudes) |
vocative | μπανανόφλουδα (bananóflouda) | μπανανόφλουδες (bananófloudes) |