νεοαρχαιοζωικός • (neoarchaiozoïkós) m (feminine νεοαρχαιοζωική, neuter νεοαρχαιοζωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | νεοαρχαιοζωικός (neoarchaiozoïkós) | νεοαρχαιοζωική (neoarchaiozoïkí) | νεοαρχαιοζωικό (neoarchaiozoïkó) | νεοαρχαιοζωικοί (neoarchaiozoïkoí) | νεοαρχαιοζωικές (neoarchaiozoïkés) | νεοαρχαιοζωικά (neoarchaiozoïká) | |
genitive | νεοαρχαιοζωικού (neoarchaiozoïkoú) | νεοαρχαιοζωικής (neoarchaiozoïkís) | νεοαρχαιοζωικού (neoarchaiozoïkoú) | νεοαρχαιοζωικών (neoarchaiozoïkón) | νεοαρχαιοζωικών (neoarchaiozoïkón) | νεοαρχαιοζωικών (neoarchaiozoïkón) | |
accusative | νεοαρχαιοζωικό (neoarchaiozoïkó) | νεοαρχαιοζωική (neoarchaiozoïkí) | νεοαρχαιοζωικό (neoarchaiozoïkó) | νεοαρχαιοζωικούς (neoarchaiozoïkoús) | νεοαρχαιοζωικές (neoarchaiozoïkés) | νεοαρχαιοζωικά (neoarchaiozoïká) | |
vocative | νεοαρχαιοζωικέ (neoarchaiozoïké) | νεοαρχαιοζωική (neoarchaiozoïkí) | νεοαρχαιοζωικό (neoarchaiozoïkó) | νεοαρχαιοζωικοί (neoarchaiozoïkoí) | νεοαρχαιοζωικές (neoarchaiozoïkés) | νεοαρχαιοζωικά (neoarchaiozoïká) |