νεοζηλανδικός • (neozilandikós) m (feminine νεοζηλανδική, neuter νεοζηλανδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | νεοζηλανδικός (neozilandikós) | νεοζηλανδική (neozilandikí) | νεοζηλανδικό (neozilandikó) | νεοζηλανδικοί (neozilandikoí) | νεοζηλανδικές (neozilandikés) | νεοζηλανδικά (neozilandiká) | |
genitive | νεοζηλανδικού (neozilandikoú) | νεοζηλανδικής (neozilandikís) | νεοζηλανδικού (neozilandikoú) | νεοζηλανδικών (neozilandikón) | νεοζηλανδικών (neozilandikón) | νεοζηλανδικών (neozilandikón) | |
accusative | νεοζηλανδικό (neozilandikó) | νεοζηλανδική (neozilandikí) | νεοζηλανδικό (neozilandikó) | νεοζηλανδικούς (neozilandikoús) | νεοζηλανδικές (neozilandikés) | νεοζηλανδικά (neozilandiká) | |
vocative | νεοζηλανδικέ (neozilandiké) | νεοζηλανδική (neozilandikí) | νεοζηλανδικό (neozilandikó) | νεοζηλανδικοί (neozilandikoí) | νεοζηλανδικές (neozilandikés) | νεοζηλανδικά (neozilandiká) |