νεοπροτεροζωικός • (neoproterozoïkós) m (feminine νεοπροτεροζωική, neuter νεοπροτεροζωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | νεοπροτεροζωικός (neoproterozoïkós) | νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) | νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) | νεοπροτεροζωικοί (neoproterozoïkoí) | νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) | νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká) | |
genitive | νεοπροτεροζωικού (neoproterozoïkoú) | νεοπροτεροζωικής (neoproterozoïkís) | νεοπροτεροζωικού (neoproterozoïkoú) | νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón) | νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón) | νεοπροτεροζωικών (neoproterozoïkón) | |
accusative | νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) | νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) | νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) | νεοπροτεροζωικούς (neoproterozoïkoús) | νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) | νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká) | |
vocative | νεοπροτεροζωικέ (neoproterozoïké) | νεοπροτεροζωική (neoproterozoïkí) | νεοπροτεροζωικό (neoproterozoïkó) | νεοπροτεροζωικοί (neoproterozoïkoí) | νεοπροτεροζωικές (neoproterozoïkés) | νεοπροτεροζωικά (neoproterozoïká) |