νορβηγικός • (norvigikós) m (feminine νορβηγική, neuter νορβηγικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νορβηγικός • | νορβηγική • | νορβηγικό • | νορβηγικοί • | νορβηγικές • | νορβηγικά • |
genitive | νορβηγικού • | νορβηγικής • | νορβηγικού • | νορβηγικών • | νορβηγικών • | νορβηγικών • |
accusative | νορβηγικό • | νορβηγική • | νορβηγικό • | νορβηγικούς • | νορβηγικές • | νορβηγικά • |
vocative | νορβηγικέ • | νορβηγική • | νορβηγικό • | νορβηγικοί • | νορβηγικές • | νορβηγικά • |