νοσταλγικός • (nostalgikós) m (feminine νοσταλγική, neuter νοσταλγικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | νοσταλγικός (nostalgikós) | νοσταλγική (nostalgikí) | νοσταλγικό (nostalgikó) | νοσταλγικοί (nostalgikoí) | νοσταλγικές (nostalgikés) | νοσταλγικά (nostalgiká) | |
genitive | νοσταλγικού (nostalgikoú) | νοσταλγικής (nostalgikís) | νοσταλγικού (nostalgikoú) | νοσταλγικών (nostalgikón) | νοσταλγικών (nostalgikón) | νοσταλγικών (nostalgikón) | |
accusative | νοσταλγικό (nostalgikó) | νοσταλγική (nostalgikí) | νοσταλγικό (nostalgikó) | νοσταλγικούς (nostalgikoús) | νοσταλγικές (nostalgikés) | νοσταλγικά (nostalgiká) | |
vocative | νοσταλγικέ (nostalgiké) | νοσταλγική (nostalgikí) | νοσταλγικό (nostalgikó) | νοσταλγικοί (nostalgikoí) | νοσταλγικές (nostalgikés) | νοσταλγικά (nostalgiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νοσταλγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νοσταλγικός, etc.)