“American”) νοτιοαμερικανικός • (notioamerikanikós) m (feminine νοτιοαμερικανική, neuter νοτιοαμερικανικό) South American Declension of νοτιοαμερικανικός Νότια...
Amerikí) f South America see: βόρειος (vóreios) and Αμερική (Amerikí) νοτιοαμερικανικός (notioamerikanikós, “South American”) Νότια Αμερική on the Greek Wikipedia...