ξανθός (xanthós, “blonde, fair, flaxen”) + μαλλιά (malliá, “hair”) + -ης (-is, adjectival ending)
ξανθομάλλης • (xanthomállis) m (feminine ξανθομάλλα or ξανθομαλλού or ξανθομαλλούσα, neuter ξανθομάλλικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ξανθομάλλης (xanthomállis) | ξανθομάλλα (xanthomálla) ξανθομαλλού (xanthomalloú) ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa) |
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) | ξανθομάλληδες (xanthomállides) | ξανθομάλλες (xanthomálles) ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes) ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses) |
ξανθομάλλικα (xanthomállika) | |
genitive | ξανθομάλλη (xanthomálli) | ξανθομάλλας (xanthomállas) ξανθομαλλούς (xanthomalloús) ξανθομαλλούσας (xanthomalloúsas) |
ξανθομάλλικου (xanthomállikou) | ξανθομάλληδων (xanthomállidon) | ξανθομαλλούδων (xanthomalloúdon) | ξανθομάλλικων (xanthomállikon) | |
accusative | ξανθομάλλη (xanthomálli) | ξανθομάλλα (xanthomálla) ξανθομαλλού (xanthomalloú) ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa) |
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) | ξανθομάλληδες (xanthomállides) | ξανθομάλλες (xanthomálles) ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes) ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses) |
ξανθομάλλικα (xanthomállika) | |
vocative | ξανθομάλλη (xanthomálli) | ξανθομάλλα (xanthomálla) ξανθομαλλού (xanthomalloú) ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa) |
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) | ξανθομάλληδες (xanthomállides) | ξανθομάλλες (xanthomálles) ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes) ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses) |
ξανθομάλλικα (xanthomállika) |