Hello, you have come here looking for the meaning of the word
ξαραχνιάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
ξαραχνιάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
ξαραχνιάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
ξαραχνιάζω you have here. The definition of the word
ξαραχνιάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
ξαραχνιάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
ξ(ε)- (x(e)-, “de-”) + αραχνιάζω (arachniázo, “become full of cobwebs”).
Pronunciation
- IPA(key): /ksa.ɾaˈxɲa.zo/
- Hyphenation: ξα‧ρα‧χνιά‧ζω
Verb
ξαραχνιάζω • (xarachniázo) (past ξαράχνιασα, passive ξαραχνιάζομαι)
- (transitive) to clean up the cobwebs
Το σπίτι δεν ξαραχνιάστηκε εδώ και ένα χρόνο.- To spíti den xarachniástike edó kai éna chróno.
- The house has not been cleaned of webs for a year now.
Conjugation
ξαραχνιάζω ξαραχνιάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ξαραχνιάζω
|
ξαραχνιάσω
|
ξαραχνιάζομαι
|
ξαραχνιαστώ
|
2 sg
|
ξαραχνιάζεις
|
ξαραχνιάσεις
|
ξαραχνιάζεσαι
|
ξαραχνιαστείς
|
3 sg
|
ξαραχνιάζει
|
ξαραχνιάσει
|
ξαραχνιάζεται
|
ξαραχνιαστεί
|
|
1 pl
|
ξαραχνιάζουμε
|
ξαραχνιάσουμε
|
ξαραχνιαζόμαστε
|
ξαραχνιαστούμε
|
2 pl
|
ξαραχνιάζετε
|
ξαραχνιάσετε
|
ξαραχνιάζεστε, ξαραχνιαζόσαστε
|
ξαραχνιαστείτε
|
3 pl
|
ξαραχνιάζουν(ε)
|
ξαραχνιάσουν(ε)
|
ξαραχνιάζονται
|
ξαραχνιαστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ξαράχνιαζα
|
ξαράχνιασα
|
ξαραχνιαζόμουν(α)
|
ξαραχνιάστηκα
|
2 sg
|
ξαράχνιαζες
|
ξαράχνιασες
|
ξαραχνιαζόσουν(α)
|
ξαραχνιάστηκες
|
3 sg
|
ξαράχνιαζε
|
ξαράχνιασε
|
ξαραχνιαζόταν(ε)
|
ξαραχνιάστηκε
|
|
1 pl
|
ξαραχνιάζαμε
|
ξαραχνιάσαμε
|
ξαραχνιαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
ξαραχνιαστήκαμε
|
2 pl
|
ξαραχνιάζατε
|
ξαραχνιάσατε
|
ξαραχνιαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
ξαραχνιαστήκατε
|
3 pl
|
ξαράχνιαζαν, ξαραχνιάζαν(ε)
|
ξαράχνιασαν, ξαραχνιάσαν(ε)
|
ξαραχνιάζονταν, (ξαραχνιαζόντουσαν)
|
ξαραχνιάστηκαν, ξαραχνιαστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ξαραχνιάζω ➤
|
θα ξαραχνιάσω ➤
|
θα ξαραχνιάζομαι ➤
|
θα ξαραχνιαστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ξαραχνιάζεις, …
|
θα ξαραχνιάσεις, …
|
θα ξαραχνιάζεσαι, …
|
θα ξαραχνιαστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ξαραχνιάσει έχω, έχεις, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ξαραχνιαστεί είμαι, είσαι, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ξαραχνιάσει είχα, είχες, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ξαραχνιαστεί ήμουν, ήσουν, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιάσει θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ξαραχνιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ξαράχνιαζε
|
ξαράχνιασε
|
—
|
ξαραχνιάσου
|
2 pl
|
ξαραχνιάζετε
|
ξαραχνιάστε
|
ξαραχνιάζεστε
|
ξαραχνιαστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ξαραχνιάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ξαραχνιάσει ➤
|
ξαραχνιασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ξαραχνιάσει
|
ξαραχνιαστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Synonyms
Derived terms
- see: αράχνη f (aráchni, “spider”)