Inherited from Byzantine Greek. By surface analysis, ξε- (xe-) + πληρώνω (pliróno).[1]
ξεπληρώνω • (xepliróno) (past ξεπλήρωσα, passive ξεπληρώνομαι, p‑past ξεπληρώθηκα, ppp ξεπληρωμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεπληρώνω | ξεπληρώσω | ξεπληρώνομαι | ξεπληρωθώ |
2 sg | ξεπληρώνεις | ξεπληρώσεις | ξεπληρώνεσαι | ξεπληρωθείς |
3 sg | ξεπληρώνει | ξεπληρώσει | ξεπληρώνεται | ξεπληρωθεί |
1 pl | ξεπληρώνουμε, [‑ομε] | ξεπληρώσουμε, [‑ομε] | ξεπληρωνόμαστε | ξεπληρωθούμε |
2 pl | ξεπληρώνετε | ξεπληρώσετε | ξεπληρώνεστε, ξεπληρωνόσαστε | ξεπληρωθείτε |
3 pl | ξεπληρώνουν(ε) | ξεπληρώσουν(ε) | ξεπληρώνονται | ξεπληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεπλήρωνα | ξεπλήρωσα | ξεπληρωνόμουν(α) | ξεπληρώθηκα |
2 sg | ξεπλήρωνες | ξεπλήρωσες | ξεπληρωνόσουν(α) | ξεπληρώθηκες |
3 sg | ξεπλήρωνε | ξεπλήρωσε | ξεπληρωνόταν(ε) | ξεπληρώθηκε |
1 pl | ξεπληρώναμε | ξεπληρώσαμε | ξεπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξεπληρωθήκαμε |
2 pl | ξεπληρώνατε | ξεπληρώσατε | ξεπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξεπληρωθήκατε |
3 pl | ξεπλήρωναν, ξεπληρώναν(ε) | ξεπλήρωσαν, ξεπληρώσαν(ε) | ξεπληρώνονταν, (ξεπληρωνόντουσαν) | ξεπληρώθηκαν, ξεπληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεπληρώνω ➤ | θα ξεπληρώσω ➤ | θα ξεπληρώνομαι ➤ | θα ξεπληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεπληρώνεις, … | θα ξεπληρώσεις, … | θα ξεπληρώνεσαι, … | θα ξεπληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεπληρώσει έχω, έχεις, … ξεπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεπληρωθεί είμαι, είσαι, … ξεπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεπληρώσει είχα, είχες, … ξεπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … ξεπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεπλήρωνε | ξεπλήρωσε | — | ξεπληρώσου |
2 pl | ξεπληρώνετε | ξεπληρώστε | ξεπληρώνεστε | ξεπληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεπληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεπληρώσει ➤ | ξεπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεπληρώσει | ξεπληρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||