From Byzantine Greek ἐξυπόλυτος (exupólutos), from Koine Greek ἐξυπολύω (exupolúō), from ἐξ (ex, “out of”) + ὑπό (hupó, “under”) + λύω (lúō, “to loosen, to untie”).
ξυπόλυτος • (xypólytos) m (feminine ξυπόλυτη, neuter ξυπόλυτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ξυπόλυτος (xypólytos) | ξυπόλυτη (xypólyti) | ξυπόλυτο (xypólyto) | ξυπόλυτοι (xypólytoi) | ξυπόλυτες (xypólytes) | ξυπόλυτα (xypólyta) | |
genitive | ξυπόλυτου (xypólytou) | ξυπόλυτης (xypólytis) | ξυπόλυτου (xypólytou) | ξυπόλυτων (xypólyton) | ξυπόλυτων (xypólyton) | ξυπόλυτων (xypólyton) | |
accusative | ξυπόλυτο (xypólyto) | ξυπόλυτη (xypólyti) | ξυπόλυτο (xypólyto) | ξυπόλυτους (xypólytous) | ξυπόλυτες (xypólytes) | ξυπόλυτα (xypólyta) | |
vocative | ξυπόλυτε (xypólyte) | ξυπόλυτη (xypólyti) | ξυπόλυτο (xypólyto) | ξυπόλυτοι (xypólytoi) | ξυπόλυτες (xypólytes) | ξυπόλυτα (xypólyta) |