οδός (odós, “street”) + καθαριστής (katharistís, “cleaner”).
οδοκαθαριστής • (odokatharistís) m (plural οδοκαθαριστές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοκαθαριστής (odokatharistís) | οδοκαθαριστές (odokatharistés) |
genitive | οδοκαθαριστή (odokatharistí) | οδοκαθαριστών (odokatharistón) |
accusative | οδοκαθαριστή (odokatharistí) | οδοκαθαριστές (odokatharistés) |
vocative | οδοκαθαριστή (odokatharistí) | οδοκαθαριστές (odokatharistés) |