οδοντο- (odonto-, “dental”) + γλυφίδα (glyfída, “chisel”)
οδοντογλυφίδα • (odontoglyfída) f (plural οδοντογλυφίδες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οδοντογλυφίδα (odontoglyfída) | οδοντογλυφίδες (odontoglyfídes) |
genitive | οδοντογλυφίδας (odontoglyfídas) | οδοντογλυφίδων (odontoglyfídon) |
accusative | οδοντογλυφίδα (odontoglyfída) | οδοντογλυφίδες (odontoglyfídes) |
vocative | οδοντογλυφίδα (odontoglyfída) | οδοντογλυφίδες (odontoglyfídes) |