From Koine Greek οἰκιακός (oikiakós), an adjectival formation from Ancient Greek οἰκία (oikía). The modern sense of "domestic" is a semantic loan from French domestique.
οικιακός • (oikiakós) m (feminine οικιακή, neuter οικιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οικιακός • | οικιακή • | οικιακό • | οικιακοί • | οικιακές • | οικιακά • |
genitive | οικιακού • | οικιακής • | οικιακού • | οικιακών • | οικιακών • | οικιακών • |
accusative | οικιακό • | οικιακή • | οικιακό • | οικιακούς • | οικιακές • | οικιακά • |
vocative | οικιακέ • | οικιακή • | οικιακό • | οικιακοί • | οικιακές • | οικιακά • |