See οικοδομικός (oikodomikós, “of construction, buliding”), άδεια f (ádeia, “permission, permit”).
οικοδομική άδεια • (oikodomikí ádeia) f (plural οικοδομική άδεια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οικοδομική άδεια (oikodomikí ádeia) | οικοδομικές άδειες (oikodomikés ádeies) |
genitive | οικοδομικής άδειας (oikodomikís ádeias) | οικοδομικών αδειών (oikodomikón adeión) |
accusative | οικοδομική άδεια (oikodomikí ádeia) | οικοδομικές άδειες (oikodomikés ádeies) |
vocative | οικοδομική άδεια (oikodomikí ádeia) | οικοδομικές άδειες (oikodomikés ádeies) |