Learned borrowing from Ancient Greek Ὀλυμπιακόν ἔτος (Olumpiakón étos, “Olympic year”) with semantic loan from French olympique in relation to the Olympic Games.[1] By surface analysis, Ολύμπια (Olýmpia) + -ακός (-akós).
ολυμπιακός • (olympiakós) m (feminine ολυμπιακή, neuter ολυμπιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολυμπιακός • | ολυμπιακή • | ολυμπιακό • | ολυμπιακοί • | ολυμπιακές • | ολυμπιακά • |
genitive | ολυμπιακού • | ολυμπιακής • | ολυμπιακού • | ολυμπιακών • | ολυμπιακών • | ολυμπιακών • |
accusative | ολυμπιακό • | ολυμπιακή • | ολυμπιακό • | ολυμπιακούς • | ολυμπιακές • | ολυμπιακά • |
vocative | ολυμπιακέ • | ολυμπιακή • | ολυμπιακό • | ολυμπιακοί • | ολυμπιακές • | ολυμπιακά • |