ομοσπονδιακός • (omospondiakós) m (feminine ομοσπονδιακή, neuter ομοσπονδιακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ομοσπονδιακός • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακοί • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |
genitive | ομοσπονδιακού • | ομοσπονδιακής • | ομοσπονδιακού • | ομοσπονδιακών • | ομοσπονδιακών • | ομοσπονδιακών • |
accusative | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακούς • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |
vocative | ομοσπονδιακέ • | ομοσπονδιακή • | ομοσπονδιακό • | ομοσπονδιακοί • | ομοσπονδιακές • | ομοσπονδιακά • |