Borrowed from New Latin homotaxia, from ομο- (omo-, “same”) + τάξις (táxis, “order”) + -ία (-ía).[1]
ομοταξία • (omotaxía) n (plural ομοταξίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομοταξία (omotaxía) | ομοταξίες (omotaxíes) |
genitive | ομοταξίας (omotaxías) | ομοταξιών (omotaxión) |
accusative | ομοταξία (omotaxía) | ομοταξίες (omotaxíes) |
vocative | ομοταξία (omotaxía) | ομοταξίες (omotaxíes) |
* επικράτεια • f (“domain”) | * ομοταξία • f (“class”) | * γένος • n (“genus”) |
* βασίλειο • n (“kindom”) | * τάξη • f (“order”) | * είδος • n (“species”) |
* συνομοταξία • f (“phylum”) | * οικογένεια • f (“family”) | * υποείδος • n (“subspecies”) |