ονοματ- (onomat-) + επώνυμο (epónymo).
ονοματεπώνυμο • (onomatepónymo) n (plural ονοματεπώνυμα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) | ονοματεπώνυμα (onomatepónyma) |
genitive | ονοματεπωνύμου (onomateponýmou) ονοματεπώνυμου (onomatepónymou) |
ονοματεπωνύμων (onomateponýmon) |
accusative | ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) | ονοματεπώνυμα (onomatepónyma) |
vocative | ονοματεπώνυμο (onomatepónymo) | ονοματεπώνυμα (onomatepónyma) |
The genitive form ονοματεπώνυμου is common