οξυγόνο (oxygóno, “oxygen”) + κόλληση (kóllisi, “bonding”)
οξυγονοκόλληση • (oxygonokóllisi) f (plural οξυγονοκολλήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οξυγονοκόλληση (oxygonokóllisi) | οξυγονοκολλήσεις (oxygonokollíseis) |
genitive | οξυγονοκόλλησης (oxygonokóllisis) | οξυγονοκολλήσεων (oxygonokollíseon) |
accusative | οξυγονοκόλληση (oxygonokóllisi) | οξυγονοκολλήσεις (oxygonokollíseis) |
vocative | οξυγονοκόλληση (oxygonokóllisi) | οξυγονοκολλήσεις (oxygonokollíseis) |
Older or formal genitive singular: οξυγονοκολλήσεως (oxygonokollíseos)