ουαλικός • (oualikós) m (feminine ουαλική, neuter ουαλικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ουαλικός (oualikós) | ουαλική (oualikí) | ουαλικό (oualikó) | ουαλικοί (oualikoí) | ουαλικές (oualikés) | ουαλικά (oualiká) | |
genitive | ουαλικού (oualikoú) | ουαλικής (oualikís) | ουαλικού (oualikoú) | ουαλικών (oualikón) | ουαλικών (oualikón) | ουαλικών (oualikón) | |
accusative | ουαλικό (oualikó) | ουαλική (oualikí) | ουαλικό (oualikó) | ουαλικούς (oualikoús) | ουαλικές (oualikés) | ουαλικά (oualiká) | |
vocative | ουαλικέ (oualiké) | ουαλική (oualikí) | ουαλικό (oualikó) | ουαλικοί (oualikoí) | ουαλικές (oualikés) | ουαλικά (oualiká) |