ουγγρικός • (oungrikós) m (feminine ουγγρική, neuter ουγγρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουγγρικός • | ουγγρική • | ουγγρικό • | ουγγρικοί • | ουγγρικές • | ουγγρικά • |
genitive | ουγγρικού • | ουγγρικής • | ουγγρικού • | ουγγρικών • | ουγγρικών • | ουγγρικών • |
accusative | ουγγρικό • | ουγγρική • | ουγγρικό • | ουγγρικούς • | ουγγρικές • | ουγγρικά • |
vocative | ουγγρικέ • | ουγγρική • | ουγγρικό • | ουγγρικοί • | ουγγρικές • | ουγγρικά • |