From ουσιαστικό (ousiastikó, “substantive”) + ποίηση (poíisi).
ουσιαστικοποίηση • (ousiastikopoíisi) f (plural ουσιαστικοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi) | ουσιαστικοποιήσεις (ousiastikopoiíseis) |
genitive | ουσιαστικοποίησης (ousiastikopoíisis) | ουσιαστικοποιήσεων (ousiastikopoiíseon) |
accusative | ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi) | ουσιαστικοποιήσεις (ousiastikopoiíseis) |
vocative | ουσιαστικοποίηση (ousiastikopoíisi) | ουσιαστικοποιήσεις (ousiastikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ουσιαστικοποιήσεως (ousiastikopoiíseos)