ουσιαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ουσιαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ουσιαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ουσιαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ουσιαστικός you have here. The definition of the word ουσιαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofουσιαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

ουσία (ousía, essence, substance) +‎ -τικός (-tikós), calque of French substantiel. First attested 1890. There is a single attestation in a Koine Greek document for οὐσιαστικός (ousiastikós) but its meaning is unknown and it is not related to the current word.

Adjective

ουσιαστικός (ousiastikósm (feminine ουσιαστική, neuter ουσιαστικό)

  1. substantial, real (true, actual)
  2. essential (necessary)

Declension

Declension of ουσιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικός (ousiastikós) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικοί (ousiastikoí) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)
genitive ουσιαστικού (ousiastikoú) ουσιαστικής (ousiastikís) ουσιαστικού (ousiastikoú) ουσιαστικών (ousiastikón) ουσιαστικών (ousiastikón) ουσιαστικών (ousiastikón)
accusative ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικούς (ousiastikoús) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)
vocative ουσιαστικέ (ousiastiké) ουσιαστική (ousiastikí) ουσιαστικό (ousiastikó) ουσιαστικοί (ousiastikoí) ουσιαστικές (ousiastikés) ουσιαστικά (ousiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ουσιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ουσιαστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικότερος (ousiastikóteros) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότεροι (ousiastikóteroi) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)
genitive ουσιαστικότερου (ousiastikóterou) ουσιαστικότερης (ousiastikóteris) ουσιαστικότερου (ousiastikóterou) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron) ουσιαστικότερων (ousiastikóteron)
accusative ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότερους (ousiastikóterous) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)
vocative ουσιαστικότερε (ousiastikótere) ουσιαστικότερη (ousiastikóteri) ουσιαστικότερο (ousiastikótero) ουσιαστικότεροι (ousiastikóteroi) ουσιαστικότερες (ousiastikóteres) ουσιαστικότερα (ousiastikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ουσιαστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ουσιαστικότατος (ousiastikótatos) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατοι (ousiastikótatoi) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)
genitive ουσιαστικότατου (ousiastikótatou) ουσιαστικότατης (ousiastikótatis) ουσιαστικότατου (ousiastikótatou) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton) ουσιαστικότατων (ousiastikótaton)
accusative ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατους (ousiastikótatous) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)
vocative ουσιαστικότατε (ousiastikótate) ουσιαστικότατη (ousiastikótati) ουσιαστικότατο (ousiastikótato) ουσιαστικότατοι (ousiastikótatoi) ουσιαστικότατες (ousiastikótates) ουσιαστικότατα (ousiastikótata)