ουτοπικός • (outopikós) m (feminine ουτοπική, neuter ουτοπικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουτοπικός • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικοί • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |
genitive | ουτοπικού • | ουτοπικής • | ουτοπικού • | ουτοπικών • | ουτοπικών • | ουτοπικών • |
accusative | ουτοπικό • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικούς • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |
vocative | ουτοπικέ • | ουτοπική • | ουτοπικό • | ουτοπικοί • | ουτοπικές • | ουτοπικά • |