Learned borrowing from Koine Greek παραβατικός (parabatikós).[1] By surface analysis, παραβάτ(ης) (paravát(is)) + -ικός (-ikós).
παραβατικός • (paravatikós) m (feminine παραβατική, neuter παραβατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | παραβατικός (paravatikós) | παραβατική (paravatikí) | παραβατικό (paravatikó) | παραβατικοί (paravatikoí) | παραβατικές (paravatikés) | παραβατικά (paravatiká) | |
genitive | παραβατικού (paravatikoú) | παραβατικής (paravatikís) | παραβατικού (paravatikoú) | παραβατικών (paravatikón) | παραβατικών (paravatikón) | παραβατικών (paravatikón) | |
accusative | παραβατικό (paravatikó) | παραβατική (paravatikí) | παραβατικό (paravatikó) | παραβατικούς (paravatikoús) | παραβατικές (paravatikés) | παραβατικά (paravatiká) | |
vocative | παραβατικέ (paravatiké) | παραβατική (paravatikí) | παραβατικό (paravatikó) | παραβατικοί (paravatikoí) | παραβατικές (paravatikés) | παραβατικά (paravatiká) |