Learnedly from παραγωγ(ή) (paragog(í)) + -ικός (-ikós), a calque of French productif and déductif and English derivational.[1]
παραγωγικός • (paragogikós) m (feminine παραγωγική, neuter παραγωγικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παραγωγικός • | παραγωγική • | παραγωγικό • | παραγωγικοί • | παραγωγικές • | παραγωγικά • |
genitive | παραγωγικού • | παραγωγικής • | παραγωγικού • | παραγωγικών • | παραγωγικών • | παραγωγικών • |
accusative | παραγωγικό • | παραγωγική • | παραγωγικό • | παραγωγικούς • | παραγωγικές • | παραγωγικά • |
vocative | παραγωγικέ • | παραγωγική • | παραγωγικό • | παραγωγικοί • | παραγωγικές • | παραγωγικά • |