παραλληλόγραμμο • (parallilógrammo) n (plural παραλληλόγραμμα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) | παραλληλόγραμμα (parallilógramma) |
genitive | παραλληλογράμμου (parallilográmmou) παραλληλόγραμμου (parallilógrammou) |
παραλληλογράμμων (parallilográmmon) |
accusative | παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) | παραλληλόγραμμα (parallilógramma) |
vocative | παραλληλόγραμμο (parallilógrammo) | παραλληλόγραμμα (parallilógramma) |