πεζο- (pezo-, “pedestrian”) + πορεία (poreía, “track, course”)
πεζοπορικός • (pezoporikós) m (feminine πεζοπορική, neuter πεζοπορικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πεζοπορικός • | πεζοπορική • | πεζοπορικό • | πεζοπορικοί • | πεζοπορικές • | πεζοπορικά • |
genitive | πεζοπορικού • | πεζοπορικής • | πεζοπορικού • | πεζοπορικών • | πεζοπορικών • | πεζοπορικών • |
accusative | πεζοπορικό • | πεζοπορική • | πεζοπορικό • | πεζοπορικούς • | πεζοπορικές • | πεζοπορικά • |
vocative | πεζοπορικέ • | πεζοπορική • | πεζοπορικό • | πεζοπορικοί • | πεζοπορικές • | πεζοπορικά • |