Learned borrowing from Ancient Greek περίφημος (períphēmos); by surface analysis, περί- (perí-) + φήμη (fími, “fame, reputation”) + -ος (-os).
περίφημος • (perífimos) m (feminine περίφημη, neuter περίφημο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περίφημος • | περίφημη • | περίφημο • | περίφημοι • | περίφημες • | περίφημα • |
genitive | περίφημου • | περίφημης • | περίφημου • | περίφημων • | περίφημων • | περίφημων • |
accusative | περίφημο • | περίφημη • | περίφημο • | περίφημους • | περίφημες • | περίφημα • |
vocative | περίφημε • | περίφημη • | περίφημο • | περίφημοι • | περίφημες • | περίφημα • |